ΑΠ 1323/2018 ΕφΑΔΠολΔ 2019, 699
[...] Ι. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1483 παρ. 1, 255, 279 και 280 Α.Κ., η ετήσια αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος του τέκνου για αναγνώριση της πατρότητας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αρχίζει από την ενηλικίωσή του, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση (ΑΠ 1680/2008, 1044/1994). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης περί αναγνωρίσεως της πατρότητος αυτού (αναιρεσείοντος) ως βιολογικού της πατέρα, μετά από απόρριψη της υπό του τελευταίου προβληθείσης ενστάσεως παρόδου της από το άρθρο 1483 παρ. 1 εδαφ.β ΑΚ ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας από την ενηλικίωσή της το Μάιο του 2007 και παραδοχή ως βάσιμης της αντενστάσεως της αναιρεσίβλητης περί αναστολής της αποσβεστικής αυτής προθεσμίας, λόγω ανωτέρας βίας, συνιστάμενης στο ότι αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 2011 από τη φυσική της μητέρα ότι ο αναιρεσείων τυγχάνει βιολογικός της πατέρας, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι από τον ως άνω χρόνο άρσεως της ανώτερης βίας και παύσεως της αναστολής της αποσβεστικής προθεσμίας, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, στις 22-11-2011, δεν είχε παρέλθει η προβλεπόμενη από το άρθρο 257 παρ. 2 ΑΚ εξάμηνη προθεσμία.
ΙΙ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ως βάσιμη την ανωτέρω αντένσταση της αναιρεσίβλητης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1479 παρ. 1, 1483, 255 εδ. β'και 279 ΑΚ, αφού, με βάση τα όσα δέχθηκε αυτό, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, η αναιρεσίβλητη ενηλικιώθηκε το Μάιο του 2007 και η αγωγή της ασκήθηκε το Νοέμβριο του 2011, ήτοι μετά παρέλευση 4,5 ετών, χωρίς να αποτραπεί στην άσκησή της (αγωγής) με δόλο του υποχρέου και, επομένως, το δικαίωμά της να ζητήσει την αναγνώριση της πατρότητας είχε αποσβεσθεί.
Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής και, εντεύθεν, απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1483 παρ. 1 εδαφ. β` σε συνδυασμό με τις όμοιες των άρθρων 255, 279 και 280 ΑΚ, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση του ήδη αναιρεσείοντος, εναγομένου περί παρόδου της από το άρθρο 1483 παρ. 1 εδ. β' ΑΚ ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας από την ενηλικίωση της ήδη αναιρεσίβλητης, ενάγουσας και έκρινε ως εμπρόθεσμα ασκηθείσα (στις 22-11-2011) την ένδικη αγωγή, αφού δέχθηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν την αντένσταση της τελευταίας, περί αναστολής της προθεσμίας αυτής λόγω ανωτέρας βίας, συνισταμένης στο ότι αυτή πληροφορήθηκε για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 2011 από τη φυσική της μητέρα ότι ο ήδη αναιρεσείων τυγχάνει ο βιολογικός της πατέρας και η αιτιολογία αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως (αναστολή προθεσμίας λόγω ανωτέρας βίας) δεν πλήττεται με τον, υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, παρόντα αναιρετικό λόγο (ΑΠ 21/2017), με τον οποίον ο αναιρεσείων, προσάπτοντας στο Εφετείο την ανωτέρω πλημμέλεια, επικαλείται ότι αυτός δεν απέτρεψε με δόλο την ενάγουσα ν' ασκήσει την ένδικη αγωγή της, στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την, εντεύθεν, απόσβεση του σχετικού της δικαιώματός.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και, γ) για ισχυρισμό που αφορά την δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους (Α.Π. 1055/2005). Το απαράδεκτο δε αυτό αφορά όλους τους αναιρετικούς λόγους, ενώ για να είναι ορισμένος ο λόγος πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι η ακυρότητα προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα (ΑΠ 337/2010, ΑΠ 259/2009).
Με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., και ειδικότερα ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι είναι επιτρεπτή η (απαραδέκτως, κατ' αυτόν) διόρθωση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από την ήδη αναιρεσίβλητη, ενάγουσα, της ένδικης αγωγής ως προς τον χρόνο γεννήσεώς της από το 1985 στο 1989, παραβίασε την διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, διότι (κατά λέξη): "...έτσι μεταβάλλεται η ιστορική και νομική βάση της αγωγής επί ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, θεμελιωτικού, δηλαδή, της αγωγής γεγονότος, όπως είναι η ημερομηνία γέννησης σε αγωγή αναγνώρισης της πατρότητος...". Ο λόγος, όμως, αυτός, που αληθώς υπάγεται στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η αιτίαση αυτή προτάθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα (εναγόμενο - εκκαλούντα), με λόγο της έφεσής του, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 337/2010, ΑΠ 1621/1988).
ΙV. Μετά από τα παραπάνω και επειδή δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει ν' απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, που υπέβαλε αυτή με τις προτάσεις της (άρθρα 106, 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). [...]