Περίληψη
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την ανωτέρω απόφαση της έκρινε, ότι είναι έγκυρη η συμφωνία συζύγων για παραίτηση συζύγου από την αξίωση του για συμμετοχή στα αποκτήματα, ακόμα και πριν την λύση του γάμου του με τον υπόχρεο, εφόσον τα μέρη κατά τον χρόνο εκείνο έχουν ήδη ξεκινήσει την διαδικασία έκδοσης συναινετικού διαζυγίου και την ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων μετά την λύση του γάμου. Η συμφωνία αυτή αποτελεί παραίτηση υπό αναβλητική αίρεση (της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο) και θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ και όχι άφεση χρέους όπως είχε κρίνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο Άρειος Πάγος, εκκίνησε από την –κρατούσα στη θεωρία και νομολογία – θέση ότι η 1400 ΑΚ είναι διάταξη αναγκαστικού δικαίου, ωστόσο ταυτόχρονα δέχτηκε ότι ο αναγκαστικός αυτός χαρακτήρας μπορεί να αμβλύνεται, ανάλογα με τις περιστάσεις και η σχετική αξίωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο γενικότερου διακανονισμού, μεταξύ των μερών για την ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων, ώστε να καταλήξουν στο περιεχόμενο της συμφωνίας του συναινετικού τους διαζυγίου (1441 ΑΚ).
[…] Κατά τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι η σύμβαση της άφεσης χρέους, που αφορά παραίτηση από ενοχικό και μόνο δικαίωμα, ήτοι από απαίτηση, προϋποθέτει υπάρξαν ή υπαρκτό, κατά τον χρόνο της σύναψής της, χρέος και όχι μελλοντικό, αόριστο ή εντελώς άγνωστο. Αν η σύμβαση αφορά χρέος που έχει αποσβεσθεί ή δεν έχει συσταθεί ποτέ, τότε πρόκειται για δικαιοπραξία βεβαιωτική της απόσβεσης ή για αρνητική αναγνωριστική σύμβαση αντίστοιχα, ενώ αν αφορά απαίτηση υπό αίρεση ή ακόμη μη γεννηθείσα, αλλά μέλλουσα, τότε πρόκειται για συμφωνία εκ των προτέρων προσδιοριστική της έκτασης της ενοχής. Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων, ενώ, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου και των άρθρων 3, 174, 178, 871 και 1441 ΑΚ, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, δεν αποκλείεται, όμως, από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ' εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η τελευταία (συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα) τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου, λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για τον δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξίωσης για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δήλωσης βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου. Η, ως άνω, παραίτηση έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις και όχι σ' αυτήν του άρθρου 454 ΑΚ, εφόσον, κατά τα προεκτιθέμενα, η σχετική απαίτηση ανάγεται στο μέλλον και δεν έχει γεννηθεί κατά τον χρόνο που εκείνη (παραίτηση) λαμβάνει χώρα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι " τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή τους", διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ' αυτό ρητά. [……….]Αμφότεροι οι διάδικοι, υπογράφοντας το ως άνω συμφωνητικό και γνωρίζοντας άριστα, ως δικηγόροι και οι δύο, το περιεχόμενό του και τις συνέπειες των δηλώσεών τους, προέβησαν σε ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών τους σχέσεων και των εκατέρωθεν αξιώσεων τους, ενόψει της λύσης του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, στα πλαίσια αυτά και ενόψει της κοινής τους επιθυμίας για λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, οι διάδικοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν κοινής αίτησής τους, την οποία απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, και σε δύο συνεδριάσεις, που έγιναν στις 16.3.2007 και στις 29.10.2007 αντίστοιχα, δήλωσαν νομότυπα ότι συμφωνούν να λυθεί ο γάμος τους με συναινετικό διαζύγιο, οπότε και εκδόθηκε η 3040/2007 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη.
Συνεπώς, με την πλήρωση της αίρεσης, δηλαδή της έκδοσης του συναινετικού τους διαζυγίου, επήλθε αυτοδίκαια η απόσβεση της αξίωσης της ενάγουσας της συμμετοχής της στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση ισχυρή, σοβαρή και έγκυρη. Σημειώνεται δε, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα δεν παραιτήθηκε από χρέος μελλοντικό, όπως η ίδια αβάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής της, αλλά τουναντίον προέβη σε έγκυρη σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρα 361 και 454 Α.Κ.), υπό αναβλητική αίρεση, με την οποία τόσο η ίδια, όσο και ο εφεσίβλητος συμφώνησαν ότι παραιτούνται αμοιβαία από τις οποιεσδήποτε απαιτήσεις τους στις εκατέρωθεν οικονομικές συνεισφορές τους στην επαύξηση της περιουσίας του καθενός από αυτούς, υπό την αίρεση λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η οποία επήλθε με λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, επήλθε και απόσβεση των εκατέρωθεν αξιώσεών τους από τη συμμετοχή τους στα αποκτήματα του αντιδίκου τους.
[...] Συνεπώς, από το περιεχόμενο του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο είναι έγκυρο, δοθέντος μάλιστα ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εγερθεί οιαδήποτε αγωγή εκ μέρους της εκκαλούσας περί αμφισβήτησης του κύρους του, πλήρως αποδεικνύεται ότι η τελευταία, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 1441 ΑΚ, συμφωνίας συναινετικού διαζυγίου, παραιτήθηκε ρητά, γνωρίζοντας ως δικηγόρος τα εν γένει δικαιώματα της και τις δεσμεύσεις που θα επέφερε το ως άνω συμφωνητικό, από την αξίωση συμμετοχής της στην επαύξηση της περιουσίας του εφεσιβλήτου, η δε παραίτησή της αυτή ήταν ισχυρή, εφόσον τελούσε υπό την αίρεση έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, το οποίο πράγματι εκδόθηκε […] Επιπλέον στα πλαίσια πάντα της επίτευξης έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, οι διάδικοι, συνυπέγραψαν το ανωτέρω συμφωνητικό, το οποίο αποτυπώνει τη βούλησή τους και εκφράζει τη θέλησή τους να τακτοποιηθεί η οικονομική εκκρεμότητα που υπήρχε μεταξύ τους, χωρίς αυτό να συνιστά αντίθεση στα χρηστά ήθη, γεγονός που θα καθιστούσε το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό για το λόγο αυτό άκυρο....". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ορθώς μεν κατ' αποτέλεσμα αποφάνθηκε και σε ορθό διατακτικό οδηγήθηκε, δεχόμενο ως κατ' ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο ένσταση παραίτησης από την ένδικη αξίωση της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου επαύξηση της περιουσίας του, κρίνοντας ακολούθως την αγωγή της απορριπτέα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, η αιτιολογία όμως με την οποία έγινε δεκτή η ένσταση είναι εσφαλμένη. Τούτο, διότι αυτή δεν στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όπως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μνημονεύει, αλλά στις προσήκουσες διατάξεις των άρθρων 871, 1400 και 1441 ΑΚ. Ως εκ τούτου, ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, πρέπει ν' απορριφθεί, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 578 ΚΠολΔ. Συνακολούθως, ως αλυσιτελείς, πρέπει ν' απορριφθούν: […] Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της συνδρομής όλων των προϋποθέσεων για τη νομότυπη και ισχυρή μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για τα αποκτήματα, στο πλαίσιο της γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών τους, ιδιαίτερα δε την εκ μέρους της αναιρεσείουσας παραίτηση από τη σχετική αξίωσή της, στα πλαίσια κοινής συμφωνίας τούτων για τη λύση του γάμου τους, με συναινετικό διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί κατ' αυτόν και μόνο τον τρόπο, ο δε τ' αντίθετα υποστηρίζων μοναδικός πρόσθετος αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Ένα μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκη είχε την άποψη ότι ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός για τους εξής λόγους: Επί του κρισίμου ζητήματος κατά πόσο επιτρέπεται η παραίτηση του δικαιούχου συζύγου ή η σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, δηλαδή προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, κρατεί ο διπλός κανόνας: α) ότι η κατά τη διάρκεια του γάμου παραίτηση απαγορεύεται και είναι άκυρη διότι, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει, για λόγους προστασίας του δικαιούχου, το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και β) ότι η ως άνω αξίωση, που είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Επομένως, οποιαδήποτε συμφωνία των συζύγων με περιεχόμενο την ως άνω αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται προτού γεννηθεί η αξίωση, είτε έχει το χαρακτήρα ευθείας μονομερούς αφέσεως ή παραίτησης, είτε το χαρακτήρα συμβιβασμού με αμοιβαίες παραιτήσεις, είναι άκυρη ως αντιτιθέμενη στον παραπάνω διπλό κανόνα. Επί πλέον, αντιτίθεται και στη συνισχύουσα διάταξη του άρθρου 454 εδάφ. α' ΑΚ, με βάση την οποία μια τέτοια παραίτηση, είτε μονομερής, είτε στα πλαίσια συμβιβασμού, τυποποιείται ως αποσβεστικός λόγος και συγκεκριμένα ως άφεση χρέους, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 524/2001, ΑΠ 380/2005, ΑΠ 934/2014), από τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, κατά την οποία όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση χρέους επέρχεται απόσβεση της ενοχής, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να αφεθεί και να αποσβεσθεί με παραίτηση ένα χρέος είναι να έχει γεννηθεί η απαίτηση, δηλαδή να είναι το χρέος υπαρκτό και όχι μελλοντικό, Η προϋπόθεση όμως αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση της αξιώσεως του άρθρου 1400 ΑΚ προτού λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Ο λόγος της απαγορεύσεως της αφέσεως παραιτήσεως από ένα χρέος, που ακόμη δεν έχει γεννηθεί, δεν έγκειται μόνον στο ότι δογματικά δεν μπορεί να νοηθεί άφεση ή παραίτηση από χρέος που ακόμη δεν γεννήθηκε, αλλά και στην ανάγκη προστασίας του πρόωρα παραιτούμενου, αφού η αξίωσή του και αντίστοιχα το χρέος του άλλου δεν έχει κατά το χρόνο της παραιτήσεως διαμορφωθεί και δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο τους, άρα ο παραιτούμενος δεν έχει ακόμη σαφή νομική αντίληψη αυτού από το οποίο παραιτείται. Και ναι μεν έχει επικρατήσει νομολογιακά η θέση ότι κατ' εξαίρεση, επικείμενης συμφωνίας για συναινετικό διαζύγιο, δεν αποκλείεται το ζήτημα των αποκτημάτων να γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με την έννοια ότι, κατ' εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, ακόμη και αν γίνει προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων και επομένως προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αξίωση (με την διαπλασθείσα από τη νομολογία προϋπόθεση ότι θα πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο), πλην όμως η, πρακτικού προσανατολισμού, αυτή δημιουργία εξαίρεσης από τον ως άνω κανόνα αφενός δεν θεμελιώνεται, έστω με ερμηνεία, σε κάποια υφιστάμενη νομοθετική πρόβλεψη και αφετέρου στερείται δογματικού θεμελίου. Οι πρακτικοί λόγοι της εξυπηρετήσεως της επιδιωκόμενης από τους συζύγους λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο μόνον ως δικαιοπολιτικοί λόγοι μπορούν να νοηθούν για τη νομοθέτηση της ως άνω εξαιρέσεως από τον κανόνα με ειδική νομική πρόβλεψη.