Συμφέρον του τέκνου και άσκηση της γονικής μέριμνας

ΑΠ 550/2017 ΝΟΜΟΣ - Απορρίπτει την αναίρεση κατά της ΜΕφΑθ 72/2016 ΕφΑΔΠολΔ 2017,142 (παρατ. Ευ. Πραγιάννη)

Διάσταση μεταξύ των συζύγων. Αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει γονείς του. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλάκις η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη, και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα στον οποίο δεν ανατέθηκε η επιμέλεια του ανήλικου, με το τελευταίο. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 72/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η περίληψη ελήφθη από τη ΝΟΜΟΣ. 

 

Αριθμός 550/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Γεώργιο Αποστολάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ν. Σ. του Ε., κατοίκου ..., ενεργών ατομικά και ως συνασκών τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους Ε. Σ., που γεννήθηκε την .../2006. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Κωστή, που κατέθεσε προτάσεις και η οποία διορίστηκε σύμφωνα με το ν.3226/2004 και την 194/2016 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών, Νικολάου Δαύρου.

Της αναιρεσίβλητης: Ε. Χ. του Γ., κατοίκου ..., ατομικά και ως συνασκούσα τη γονική μέριμνα και ασκούσα την οριστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους Ε. Σ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κωνσταντίνα Ζαμπάρα-Μήτση.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-2-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την ασκηθείσα με τις από 19-1-2012 προτάσεις ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1030/2013 του ίδιου Δικαστηρίου, 499/2015 μη οριστική και 72/2016 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-6-2016 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα (κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Β ΚΠολΔ) υπ` αριθ. 72/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε από ουσιαστική άποψη η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ` αριθ. 1030/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσε να της ανατεθεί η επιμέλεια του κοινού ανηλίκου τέκνου αυτής και του εναγομένου (αναιρεσείοντος), καθώς και διατροφή για λογαριασμό αυτού. Έγινε επίσης εν μέρει δεκτή και η ανταγωγή του αναιρεσείοντος για τον καθορισμό της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο. Για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει με σαφήνεια να αναφέρονται στο αναιρετήριο: 1) ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, 2) οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές της ελάσσονος προτάσεως) που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και 3) το νομικό σφάλμα, δηλαδή πού βρίσκεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα (ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: 1) οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογιών, 2) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια, ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και 3) η εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε ν` αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει (ΑΠ 1068/2007).

Εν προκειμένω, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμέλειες. Τούτο γιατί το Εφετείο, παραβιάζοντας ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 1510-1514,1518,1520,1532, 1533 και 1536 ΑΚ, ανάθεσε την επιμέλεια του κοινού τέκνου των διαδίκων μετά τη λύση του γάμου τους αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα μητέρα του, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος πατέρα ότι δεν έπρεπε να αφαιρεθεί η επιμέλεια απ` αυτόν. Ωστόσο, ο ανωτέρω λόγος και ως προς τις δύο ως άνω αιτιάσεις ελέγχεται ως αόριστος και γι` αυτός απαράδεκτος γιατί δεν διαλαμβάνει, όπως κατά τα προαναφερόμενα επιβάλλεται, από το σύνολο των παραδοχών του Εφετείου που αναφέρονται στα τρία κεφάλαια της απόφασης (επιμέλεια, διατροφή, επικοινωνία) εκείνες τις παραδοχές στις οποίες εντοπίζεται η -κατά τον αναιρεσείοντα- παραβίαση των ανωτέρω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, ο αναιρεσείων περιορίζεται στην αναφορά των νομικών σκέψεων του Εφετείου που όμως δεν αναπληρώνουν την αοριστία διότι η παραβίαση από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η οποία στηρίζει το δικανικό συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού, η έλλειψη δε μείζονος προτάσεως και οι τυχόν εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την έννοια της διάταξης του ουσιαστικού νόμου και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της, δεν ιδρύουν αυτές και μόνο λόγο αναίρεσης, αν δεν συνέχονται με την ουσιαστική του κρίση (Ολ. ΑΠ 3/1997).

Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 περ. β ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ιδρύεται μόνον όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς και όχι όταν χρησιμεύουν για εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 1652/2009).

Εν προκειμένω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης προβάλλεται ότι το Εφετείο, με την παραδοχή ότι και ο εναγόμενος, πατέρας του ανηλίκου, "δείχνει αγάπη και στοργή για το τέκνο του προσπαθώντας να του μεταδώσει καλλιτεχνικές και φυσιολατρικές ανησυχίες κατά το χρόνο της επικοινωνίας του με αυτό ... και ότι ο ανήλικος διατηρεί θερμές σχέσεις με τα εξαδέλφια του από την πατρική οικογένεια" παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την μη υπαγωγή των αποδειχθέντων στους κανόνες των άρθρων 1510-1514,1518,1520,1532, 1533 και 1536 ΑΚ, αφού παρά το ότι δέχεται ότι και αυτός δείχνει αγάπη για το τέκνο του, ανάθεσε την επιμέλεια του προσώπου του μόνο στην ενάγουσα μητέρα του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος διότι η επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά τη χρήση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για την εκτίμηση αποδείξεων και συγκεκριμένα για τον προσδιορισμό (με βάση το συμφέρον του τέκνου) του κατάλληλου γονέα για την ανάθεση της επιμέλειας και επομένως δεν ιδρύει, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, τον επικαλούμενο λόγο αναίρεσης. Ομοίως απαράδεκτος είναι ο ίδιος λόγος από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγω της αοριστίας του, εφόσον δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη, ασάφεια και ανεπάρκεια της ως άνω αιτιολογίας.

Από τη διάταξη του άρθρου 1511 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1510,1512-1514 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκομένους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το συμφέρον και μόνο του ανηλίκου τέκνου, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ. Για τη λήψη της απόφασης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους μέχρι τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς του και τους τυχόν αδελφούς του, τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του τέκνου, καθώς και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του ανάπτυξης, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον. Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλάκις η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη, και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του. Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και, εμπεριστατωμένα. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου ελέγχεται αναιρετικά, κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου, αν αυτή είναι εσφαλμένη με τον λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν δε δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 1511 ΑΚ, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου (ΑΠ 537/2012, ΑΠ 2130/2007, ΑΠ 1218/2006, 1910/2005). Όπως δε προαναφέρθηκε, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, δεν αρκεί να εκτίθεται στο αναιρετήριο η εκδοχή του αναιρεσείοντος για την έννοια της διατάξεως που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε το κατά την άποψή του τελευταίου πραγματικό μέρος της υποθέσεως και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει να αναφέρονται σαφώς όλα τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσεώς του για το βάσιμο ή μη της αγωγής ή της αιτήσεως. Διότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται όχι από την ορθότητα του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά από εκείνη του διατακτικού της (άρθρο 578 του ΚΠολΔ), τούτο δε συνάπτεται, σε σχέση λογικής ακολουθίας, προς τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, έτσι ώστε η έκθεση των τελευταίων στο αναιρετήριο είναι απαραίτητη, προκειμένου να ελεγχθεί αν η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην απόφαση οδήγησε σε σφαλερό διατακτικό. Η αοριστία δε του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΑΠ 901/2010).

Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβιάσεως των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1511, 1513, 1518 ΑΚ, 8 και 9 ν. 2101/1992 που κύρωσε τη διεθνή σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 24 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και 8 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974), αναφορικά με την κρίση του Εφετείου ότι το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου επέβαλε να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του αποκλειστικά στη μητέρα του. Στο αναιρετήριο εκτίθενται ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης, το διατακτικό των αποφάσεων πρώτου και δευτέρου βαθμού, το περιεχόμενο και η νομική έννοια των ανωτέρω κανόνων δικαίου που φέρονται ότι παραβιάστηκαν και μία κατ` επιλογήν παράγραφος από τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου περί του κρισίμου ζητήματος.

Ακολούθως, ο αναιρεσείων, στο ελεγχόμενο λόγο αναιρέσεως, αμφισβητεί ότι το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου επέβαλε να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη μητέρα του και ότι αντίθετα επέβαλε να προτιμηθεί η λύση της κοινής επιμέλειας (συνεπιμέλειας). Δεν αναφέρει, όμως, στο αναιρετήριο από το σύνολο των παραδοχών του Εφετείου που αναφέρονται στα τρία κεφάλαια της απόφασης (επιμέλεια, διατροφή, επικοινωνία) εκείνες τις παραδοχές στις οποίες εντοπίζεται η -κατά τον αναιρεσείοντα- παραβίαση των ανωτέρω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, περιοριζόμενος στην επιλεκτική αναφορά μίας παραγράφου. Ούτε πάλι εξειδικεύει σε τι συνίσταται το -σε συνάρτηση με αυτές- νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και εντεύθεν απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος, η αιτίαση του αναιρετηρίου κατά το μέρος που πλήττει, υπό την κατ` επίφαση επίκληση της ανωτέρω νομικής πλημμέλειας, την αναιρετικά ανέλεγκτη για τα πράγματα κρίση του Εφετείου για το αληθινό συμφέρον του τέκνου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ο αναιρεσείων, αναφερόμενος στο κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην ανταγωγή του για τη ρύθμιση της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, προβάλλει την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο με "ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες" δέχθηκε αυτή εν μέρει και περιόρισε την διανυκτέρευση του ανηλίκου μαζί του σε δύο μόνο ημέρες το μήνα, 4 ημέρες κατά τις εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα και 15 ημέρες στις θερινές διακοπές, πράγμα που κατ` αυτόν είναι "ποσοτικά και ποιοτικά ανεπαρκές για τη διατήρηση και δημιουργία των οικογενειακών σχέσεων μαζί του". Ωστόσο, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, κρίνοντας επί του κεφαλαίου της επικοινωνίας, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι το κοινό τέκνο των διαδίκων Ε. που γεννήθηκε την ....2006 μετά την κατά το έτος 2010 διάσπαση της συμβιώσεως των γονέων του (ο γάμος των οποίων ήδη λύθηκε) διαμένει συνεχώς με τη μητέρα του, στην οποία ανατέθηκε προσωρινά και οριστικά η επιμέλεια του προσώπου του γιατί αυτό επιβάλλει το αληθινό συμφέρον του. Ότι και ο εναγόμενος, πατέρας του ανηλίκου, δείχνει αγάπη και στοργή για το τέκνο του προσπαθώντας να του μεταδώσει καλλιτεχνικές και φυσιολατρικές ανησυχίες κατά το χρόνο της επικοινωνίας του με αυτό και ότι ο ανήλικος διατηρεί θερμές σχέσεις με τα εξαδέλφια του από την πατρική οικογένεια. Ότι το αληθινό συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να μην αποξενωθεί αυτό ψυχικά από τον πατέρα του και γι` αυτό είναι αναγκαία η μεταξύ αυτών επικοινωνία, προκειμένου να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν με την πάροδο του χρόνου τα αμοιβαία μεταξύ τους αισθήματα στοργής και αγάπης που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του αισθήματος ασφάλειας και ψυχικής ισορροπίας του ανηλίκου. Ότι ενόψει αυτών, για να ενδυναμωθεί η μεταξύ τους επικοινωνία και να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποξένωσης και παράλληλα να μειωθούν οι συνέπειες της ανώμαλης εξέλιξης της έγγαμης σχέσης των γονιών του, το Εφετείο έκρινε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι ο κατάλληλος τρόπος επικοινωνίας είναι: Κάθε Τετάρτη από 17.00 έως 20.00, κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο με διανυκτέρευση στο σπίτι του πατέρα, ομοίως 4 ημέρες στις εορτές των Χριστουγέννων και το Πάσχα και 15 ημέρες στις καλοκαιρινές διακοπές. Περαιτέρω, το Εφετείο έκρινε ότι ο ανωτέρω τρόπος επικοινωνίας είναι ο πλέον κατάλληλος που ανταποκρίνεται στο συμφέρον του τέκνου γιατί έτσι ενισχύεται ο ψυχικός δεσμός του με τον πατέρα του και του συγγενείς αυτού και δεν παρίσταται ανάγκη περισσότερης ποσοτικά επικοινωνίας, όπως ζητούσε ο αντενάγων πατέρας, ενόψει και του ότι ο ανήλικος παρουσίαζε τάση απαξίωσης του πατέρα του θεωρώντας ότι η συμπεριφορά του προς αυτό είναι λανθασμένη. Με τις παραδοχές αυτές, απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος, που ζητούσε μεγαλύτερης χρονικά διάρκειας επικοινωνία και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατά το νόμο (άρθρο 1520 ΑΚ) αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό του περιεχομένου και του τρόπου επικοινωνίας του αναιρεσείοντος πατέρα με το ανήλικο τέκνου του, με κριτήριο το αληθινό συμφέρον του τελευταίου, με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, έτσι ώστε είναι δυνατός ο σχετικός αναιρετικός έλεγχος. Γι` αυτό ο ελεγχόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την υπόψη διάταξη ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση, ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997).

Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων με το τρίτο σκέλος το δεύτερου λόγου αναιρέσεως προβάλλει πλημμέλεια από τους αριθμούς 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του ότι "δικαίωμα του ανηλίκου είναι η κοινή επιμέλεια, ότι η ανάθεση της επιμέλειας στην ενάγουσα αποτελεί γονεϊκή ανισότητα, ότι η ίδια υπέγραψε ιδιωτικό συμφωνητικό σχετικά με την τοποθεσία της οικογενειακής εστίας, ότι παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα αυτού και του τέκνου του από τις ενέργειες της ενάγουσας". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πρώτο από τους ανωτέρω ισχυρισμούς αλλά, δεχόμενο ότι το αληθινό συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη, απέρριψε ρητά το αίτημα του αναιρεσείοντος για συνεπιμέλεια, ενώ οι λοιποί δεν αποτελούν πράγματα κατά την εκτεθείσα ανωτέρω έννοια, αλλά αρνητικούς ισχυρισμούς και επιχειρήματα υπέρ των απόψεων του αναιρεσείοντος, οι οποίοι πάντως λήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκαν εκ του πράγματος με την προαναφερθείσα κρίση περί του αληθινού συμφέροντος του τέκνου που επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου του στην αναιρεσίβλητη. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, ενώ διάταξη για την τύχη του παραβόλου δεν θα περιληφθεί στην απόφαση διότι τέτοιο δεν καταβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα που ως δικαιούχος νομικής βοήθειας απηλλάγη νομίμως από τη υποχρέωση αυτή με την υπ` αριθ. 194/2016 πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών. Πρέπει ωστόσο να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), διότι η παροχή νομικής βοήθειας δεν επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής των εξόδων που επιδικάσθηκαν στον αντίδικο (άρθρο 9 παρ. 6 ν. 3226/2004).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28 Ιουνίου 2016 αίτηση του Ν. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 72/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Φεβρουαρίου 2017.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Απριλίου 2017.

 

 

 H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ανακοινώσεις

  • Στατιστικά στοιχεία για το οικογενειακό δίκαιο 2017-2018

    Επισυνάπτεται το από 07.10.2019 έγγραφο του Πρωτοδικείου Αθηνών.

  • Οι θέσεις της ΕΟΔ επί του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης για την (συν)επιμέλεια τέκνων

    Ενόψει του διαλόγου που διεξάγεται για το ζήτημα της συνεπιμέλειας, η ΕΟΔ  καταθέτει στη δημόσια συζήτηση ορισμένες απόψεις και διευκρινίσεις που θεωρεί αναγκαίες.

  • E-mail επικοινωνίας ΕΟΔ

    Για εγγραφές νέων μελών, διευκρινίσεις σχετικά με τις εσπερίδες και τα ετήσια συνέδρια που διοργανώνει η Εταιρία Οικογενειακού Δικαίου, καθώς και κάθε συναφές ζήτημα με τη λειτουργία της ΕΟΔ, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποστέλλουν e-mail στη διεύθυνση Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε..