ΜΠρΘεσ 666/2017 ΕλλΔνη 2018, 197
Δικαστής: Χρυσούλα - Ιφιγένεια Σαλαμάνη, Πάρεδρος
Δικηγόρος: Ολ. Μπομπότη
[...] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1667 ΑΚ, η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το Δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή των τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως ή και του επιτρόπου (προκειμένου περί ανηλίκου κατ` άρθρο 1666 ΑΚ), ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1682 εδ. α` ΑΚ, σε κάθε περίπτωση στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων, μεταξύ των οποίων το άρθρο 1650 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι το λειτούργημα του επιτρόπου παύει αυτοδικαίως, αν αυτός, μετά την έναρξη της επιτροπείας, χάσει εν όλω ή εν μέρει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα ή τεθεί υπό προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη ή κηρυχθεί σε αφάνεια ή διαταχθεί δικαστική επιμέλεια των υποθέσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 1689 ΑΚ, καθώς και το άρθρο 1651 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι το δικαστήριο παύει με αίτηση του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως τον επίτροπο, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ιδίως αν κρίνει ότι η συνέχιση της επιτροπείας του μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, λόγω παραμέλησης των καθηκόντων του ή για άλλο λόγο, τα συμφέροντα του ανηλίκου. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του πάσχοντος ενηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (δηλαδή με εξαίρεση την περίπτωση της σωματικής αναπηρίας) είναι ο πάσχων, ο σύζυγος αυτού, οι γονείς του, τα τέκνα του και ο Εισαγγελέας ή και το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, υποκινούμενο είτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1668 ΑΚ πρόσωπα, ήτοι δημόσιους ή δημοτικούς υπαλλήλους, εισαγγελείς, όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών και προϊσταμένους μονάδων ψυχικής υγείας, οι οποίοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν πληροφορηθεί περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που δείχνει ενδιαφέρον για τον πάσχοντα, πέραν δε από τα περιοριστικούς αναφερόμενα στο νόμο πρόσωπα, ουδεϊς άλλος, όπως συγγενής, ακόμη και αδελφός, ή πολύ περισσότερο άλλος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, νομιμοποιείται σε υποβολή αιτήσεως για την κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση του πάσχοντος. Επίσης, προκύπτει ότι όπου στο κεφάλαιο της δικαστικής συμπαράστασης δεν υπάρχει ειδική διαφορετική ρύθμιση ως προς οποιοδή- ποτε θέμα, όπως το ζήτημα της παύσης ή αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη και των μελών του επο πτικού συμβουλίου, προβλέπεται αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την επιτροπεία ανηλίκων και ότι σε εναρμόνιση προς την προεκτεθείσα αντίληψη του αποκλεισμού της επεμβάσεως στη δίκη για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση τρίτων προσώπων προς αποτροπή αντιδικιών μεταξύ αυτών και διαβουλεύσεων για την τύχη του πάσχοντος, το δικαίωμα υποβολής αίτησης παύσης ή αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη, περιορίζεται μόνο στο εποπτικό συμβούλιο ως όργανο, μη δυνάμενο να ασκηθεί από τα επί μέρους μέλη του ή από συγγενείς του συμπαραστατέου, και στο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1103/2005, ΕφΑθ 1834/2013 ΤΝΠ - ΔΣΑ, ΕφΑθ 2089/2011, ΕλλΔ/νη 2011/1439, ΕφΑθ 816/2009, ΕφΑΔ2010/56, Γεωργιάδης Απ., Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2014, σελ. 836, Αρβανιτάκης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 801 αριθ. 2). Περαιτέρω, στο άρθρο 1639 ΑΚ ορίζεται ότι η θητεία των μελών του εποπτικού συμβουλίου διαρκεί όσο διαρκεί η επιτροπεία και λήγει για τους ίδιους λόγους που λήγει και η θητεία του επιτρόπου, τα μέλη δε του εποπτικού συμβουλίου παύονται από το Δικαστήριο και αντικαθίστανται, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ενώ στο άρθρο 1642 εδ. β` ΑΚ ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο επίτροπος διαφωνεί με τις αποφάσεις του εποπτικού συμβουλίου αποφασίζει το Δικαστήριο με αίτηση του επιτρόπου, όποιου άλλου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως. Από τη διάταξη του άρθρου 1642 εδ. β` ΑΚ, καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 1651 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1639 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα υποβολής αίτησης παύσης ή αντικατάστασης των μελών του εποπτικού συμβουλίου περιορίζεται μόνο στο δικαστικό συμπαραστάτη και στο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, μη δυνάμενο να ασκηθεί από συγγενείς του συμπαραστατέου (ΕφΠατρ 378/2008, ΑχαΝομ 2009/210). Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις παύσης ή αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη και των μελών του εποπτικού συμβουλίου, η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο είτε με αίτηση του νομιμοποιούμενου προσώπου είτε αυτεπαγγέλτως με πράξη του αρμόδιου Δικαστή, κατά το άρθρο 747 § 4 ΚΠολΔ. Μάλιστα, η κατά το ως άνω άρθρο, αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου συνίσταται στην έκδοση πράξης εκ μέρους του αρμόδιου Δικαστή, με την οποία διατάσσεται η εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εν λόγω πράξη, η οποία αποτελεί διαδικαστική πράξη διαμορφωτικού χαρακτήρα, περιλαμβάνει το αντικείμενο της υπόθεσης, υπογράφεται από τον εκδίδοντα αυτήν Δικαστή και αναφέρεται στο Βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 748 § 5 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι στις υποθέσεις που εισάγονται με αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου εκείνος που εξέδωσε την πράξη ορίζει δικάσιμο, κοινοποιεί αντίγραφο της πράξης στον Εισαγγελέα και μπορεί να διατάζει την κλήτευση στη δίκη οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, συνάγεται ότι η πράξη ορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της δεδομένης υπόθεσης δεν ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 747 § 4 ΚΠολΔ πράξη για την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση ούτε αναπληρώνει την έλλειψή της (ΜΠρΡοδ 467/2013 ΤΝΠ - Νόμος, ΜΠρΑθ 7405/2009, ΕφΑΔ 2010/825).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι με την υπΆ αριθ. 11238/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης τέθηκε σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ο .........., με την ίδια δε απόφαση διορίστηκε δικαστικός συμπαραστάτης αυτού η μητέρα του, ......, σύζ. .........., καθώς και Τριμελές Εποπτικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τους ίδιους (αιτούντες). Περαιτέρω, ότι την 7-6-2016 απεβίωσε η ως άνω αναφερθείσα δικαστική συμπαραστάτρια, με αποτέλεσμα να παρίσταται ανάγκη διορισμού νέου δικαστικού συμπαραστάτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν, ενεργώντας ως εποπτικό συμβούλιο της δικαστικής συμπαράστασης, να διοριστεί ως νέα δικαστική συμπαρασχάτρια, σε αντικατάσταση της αποβιώσασας, η δεύτερη των αιτούντων. Ακολούθως δε, κατΆ εκτίμηση του δικογράφου, η τελευταία ζητά, μετά το διορισμό της ως δικαστικής συμπαραστάτριας, να παυθεί από μέλος του Τριμελούς Εποπτικού Συμβουλίου και να αντικατασταθεί από το προτεινόμενο στην αίτηση πρόσωπο. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση εισάγεται παραδεκτά προς συζήτηση, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθΆ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 739, 740 § 1, 801 § 1 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζητήσεώς της τηρήθηκε και η προβλεπόμενη από το άρθρο 748 §§ 1, 2 και 4, 802 § 2 και 805 § 4 ΚΠολΔ προδικασία, με τη νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση αντιγράφου της αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, καθώς και στη δεύτερη αιτούσα, υπό την ιδιότητά της ως προσωρινής δικαστικής συμπαραστά- τριας και ήδη υπό αντικατάσταση μέλος του εποπτικού συμβουλίου, σύμφωνα με την από 18-8-2016 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Σημειώνεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και στον συμπαραστατούμενο. Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 69 § 1 περ. δ`, 801,802,804 και 805 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από ... αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπΆ αριθ. 11238/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, τέθηκε σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης ο .........., κάτοικος Θεσσαλονίκης, ως πάσχων από οργανική βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος, προκληθείσα από μικροβιακή μηνιγγίτιδα κατά την παιδική του ηλικία, με συνέπεια την πρόκληση σωματικής και νοητικής υστέρησης σοβαρού βαθμού και την αδυναμία διαχείρισης των νομικών, επαγγελματικών και οικονομικών του υποθέσεων. Με την ίδια ως άνω απόφαση διορίστηκε προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια του προαναφερθέντος συμπαραστατούμενου, καθώς και οριστική, μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτής, η μητέρα του, ........ σύζ. .........., κάτοικος Θεσσαλονίκης, ενώ διορίστηκε και τριμελές εποπτικό συμβούλιο αποτελούμενο από τα ακόλουθα πρόσωπα: 1) ........, κάτοικο Θεσσαλονίκης, πατέρα του συμπαραστατουμένου, ως Πρόεδρο, 2) ............, κάτοικο Θεσσαλονίκης, αδερφή του συμπαραστατουμένου, ως μέλος και 3) ........., κάτοικο Θεσσαλονίκης, θείο του συμπαραστατούμενου ως μέλος, για το χρόνο μετά την τελεσιδικία της απόφασης αυτής. Σημειώνεται ότι κατά της εν λόγω απόφασης δεν έχει ασκηθεί κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, σύμφωνα με το με αριθμό 2836/9-8-2016 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, όμως, ότι την 7-6- 2016 απεβίωσε η προαναφερθείσα δικαστική συμπαραστάτρια του συμπαραστατουμένου, με αποτέλεσμα να παύσει η ανωτέρω ιδιότητά της. Κατόπιν τούτου, συντρέχει σπουδαίος λόγος διορισμού νέου δικαστικού συμπαραστάτη, σε αντικατάσταση της αποβιώσασας, τόσο προσωρινού, για το χρόνο από τη δημοσίευση μέχρι την τελεσιδικία της παρούσας απόφασης (κατΆ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1672 εδ. γΆ ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 1681 ΑΚ), όσο και οριστικού, για το μετέπειτα της τελεσιδικίας χρονικό διάστημα. Κατάλληλο δε πρόσωπο για το λειτούργημα τόσο του προσωρινού όσο και του οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη κρίνεται με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατουμένου (άρθρο 1684 ΑΚ), όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, η αδερφή του, ..........., κάτοικος Θεσσαλονίκης, η οποία παρέχει τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει με επάρκεια και συνέπεια το λειτούργημα που της ανατίθεται, ενεργώντας πάντοτε προς το συμφέρον του συμπαραστατουμένου, δεδομένου ότι διαμένει πλησίον της οικίας του και συγκεκριμένα στο ίδιο οικοδομικό συγκρότημα, ήδη τον φροντίζει και τον περιποιείται, περιβάλλοντάς τον με αισθήματα αγάπης και στοργής. Ωστόσο, η διοριζόμενη με την παρούσα απόφαση δικαστική συμπαραστάτρια .......... έχει ήδη διοριστεί δυνάμει της προαναφερθείσας υπΆ αριθ. 11238/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) ως μέλος του τριμελούς εποπτικού συμβουλίου της δικαστικής συμπαράστασης, επομένως, παρίσταται ανάγκη και συντρέχει σπουδαίος λόγος να παυθεί από τα καθήκοντα του μέλους του Εποπτικού αυτού Συμβουλίου, λόγω της ανεπίτρεπτης συγκέντρωσης των δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο (άρθρα 1636,1639 και 1682 ΑΚ), και να διοριστεί νέο μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου, σε αντικατάσταση αυτής. Καταλληλότερο πρόσωπο προς αντικατάστασή της κρίνεται ο ..........., κάτοικος Θεσσαλονίκης, ο οποίος συγκεντρώνει όλες τις εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να επωμιστεί, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του διορισθέντος Εποπτικού Συμβουλίου, το έργο της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης. Το εν λόγω πρόσωπο συνδέεται με τον συμπαραστατούμενο με συγγενικό δεσμό, καθώς τυγχάνει θείος του, ήτοι αδερφός του πατέρα του, παρέχει δε τα εχέγγυα ότι θα ασκήσει με υπευθυνότητα, επάρκεια και συνέπεια τα εποπτικά του καθήκοντα, έχοντας ως αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Στην κρίση του αυτή σχετικά με την καταλληλότητα του παραπάνω προσώπου να αναλάβει το έργο της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ως μέλος του τριμελούς Εποπτικού Συμβουλίου το Δικαστήριο στηρίζεται, εξάλλου, και στα όσα κατέθεσε ανωμοτί κατά την επΆ ακροατηρίω συζήτηση η δεύτερη αιτούσα σχετικά με τη γειτνίασή τους, τη στενή οικογενειακή τους σχέση, αλλά και τη σύμφωνη γνώμη των υπαρχόντων μελών του Εποπτικού Συμβουλίου για το διορισμό του. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην κρίση του αυτή χωρίς την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας του άρθρου 1674 ΑΚ, καθώς στο άρθρο 19 § 4 του Ν. 2521/1997 ορίζεται ότι αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση, η οποία, άλλωστε, δεν είναι δεσμευτική, αλλά απλά συνεκτιμάται, με συνέπεια η παράλειψη προσαγωγής της να μην δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για τη συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης (ΑΠ 1953/2006, ΝοΒ 2007/938). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, κατά τα άρθρα 1675 ΑΚ, 802 § 4 και 805 § 4 ΚΠολΔ, η Γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου αφενός μεν να καταχωρήσει το διατακτικό της παρούσας απόφασης στο ειδικό Βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτό στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, αφετέρου δε να επιμεληθεί για την επίδοση της παρούσας στα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραπάνω διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς επίσης και στον συμπαραστατούμενο, με την υπενθύμιση στον τελευταίο του δικαιώματος του να ασκήσει ένδικα μέσα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.