Λύση του Συμφώνου Συμβίωσης. Παρουσιάζονται οι τρόποι λύσης του συμφώνου συμβίωσης. Η ανάλυση εστιάζεται: 1. στη δυνατότητα ελεύθερης, μονομερούς λύσης του, η οποία αιτιολογείται και υποστηρίζεται και 2. στην αυτοδίκαιη λύση του, σε περίπτωση σύναψης γάμου είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου. Μετά την επισήμανση της ανισότητας του συμφώνου συμβίωσης σε σχέση με το γάμο και της θεσμικής υπεροχής του τελευταίου, προτείνεται η αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου να ισχύει μόνον σε περίπτωση γάμου μεταξύ των συμβληθέντων. Προκρίνεται, τέλος, μία ενιαία ρύθμιση για τη «συμβίωση».
Τεκμήριο πατρότητας. Με το τεκμήριο πατρότητας του άρθρου 8 Ν. 3719/2008 μεταφέρεται το τεκμήριο καταγωγής από γάμο του άρθρου 1465 παρ. 1 ΑΚ και στην καταγωγή από σύμφωνο. Αιτιολογείται η αναγκαιότητα του τεκμηρίου, προτείνεται, ωστόσο, η συμπλήρωσή του κατά τρόπο ανάλογο με τις υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου 1465 ΑΚ. Επιχειρείται ο συσχετισμός της ελεύθερης συμβίωσης βάσει συμφώνου με τη ρύθμιση για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή. Παρατηρείται ακόμη ότι με το νέο αυτό τεκμήριο πατρότητας προστίθεται άλλος ένας γενεσιουργός λόγος της συγγένειας με τον πατέρα και τους συγγενείς του, έτσι ώστε η ΑΚ 1463 εδ. β’ να πρέπει να συμπληρωθεί περιλαμβάνοντας και αυτό.
Λύση του Συμφώνου Συμβίωσης
Ι. Η πιο ρηξικέλευθη ρύθμιση στο νέο Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης αφορά τον τρόπο λύσης του. Εκτός από το θάνατο και το γάμο ενός τουλάχιστον από τους συμβιούντες ή και των συμβιούντων μεταξύ τους, ως λόγος λύσης του συμφώνου προβλέπεται στο άρθρο 4 του Ν 3719/26.11.2008 (ΦΕΚ Α’ 241) η από κοινού δήλωση των συμβιούντων με συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και αυτή η μονομερής, έστω και αναιτιολόγητη, πάντως συμβολαιογραφική δήλωση του καθενός από αυτούς, αφότου κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον. Η λύση του συμφώνου ισχύει από την κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή της μονομερούς δήλωσης στο ληξίαρχο, όπου έχει καταχωρηθεί και η σύσταση αυτού (άρθρο 4 παρ. 2 Ν 3719/2008).
Η ρύθμιση αυτή, όπως άλλωστε και οι περισσότερες ρυθμίσεις στο νόμο για το «σύμφωνο συμβίωσης», έχει ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη ένωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο1. Άμεση δε συνέπεια αυτού είναι ο αμιγώς συμβατικός τύπος που απαιτείται για την κατάρτιση του «συμφώνου», η συμβατική ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συντρόφων και η δυνατότητα ελεύθερης διάλυσης του συμφώνου2.
II. Ενώ όμως με τα περισσότερα σημεία της ρύθμισης παρέχεται προστασία παρόμοια με εκείνη του γάμου, το ελεύθερα διαλυτό της συμβίωσης την διαφοροποιεί σημαντικά από το γάμο3, η λύση του οποίου προϋποθέτει σοβαρούς λόγους ή συμφωνία (συναίνεση αμφότερων των μερών), ορισμένη διαδικασία και χρόνο. Έτσι, ο τρόπος αυτός λύσης του συμφώνου έχει επικριθεί: ότι αντιφάσκει με τη μονιμότητα, με την οποία θα πρέπει να συνυφαίνεται η συμβίωση· ότι μοιάζει με καταγγελία συμβάσεως· σοβαρότερα ακόμη, ότι δεν προστατεύει αρκετά τους συντρόφους και τα τέκνα και πως καταλήγει να αποδυναμώνει το γάμο, εμφανιζόμενο ως ελκυστικότερο4.
Οι φόβοι όμως αυτοί δεν θα πρέπει να δικαιολογηθούν· απεναντίας, αντικρούονται: Γιατί η αποτυχία και η λύση του οικογενειακού δεσμού εξαρτάται από τους χαρακτήρες, από την ποιότητα εκείνων που τον αποφασίζουν5. Αν η οικογενειακή σχέση, εντός ή εκτός γάμου, δεν έχει πλέον ζωή, τί νόημα μπορεί να έχει η κατ’ επίφαση επιβίωσή της με νομοθετικούς περιορισμούς6 και καταναγκασμούς; Όπως για τη σύναψη της έγγαμης ή της ελεύθερης συμβίωσης απαιτείται η βούληση και των δύο μερών, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τη συνέχισή της. Η αναγκαστική συντήρηση μιας αποτυχημένης συμβίωσης και η παρεμπόδιση της λύσης της προσβάλλει το δικαίωμα της προσωπικότητας (άρθρ. 57 επ. ΑΚ) και είναι και αντισυνταγματική (βλ. άρθρο 5 παρ. 1 Σ). Είναι δε και αντιπαιδαγωγική, δεδομένου ότι ο νομοθέτης διαδραματίζει και παιδαγωγικό ρόλο στην κοινωνία. Το άτομο θα πρέπει να εκπαιδεύεται στην οικοδόμηση ουσιαστικών ανθρώπινων σχέσεων και να μην τις στηρίζει στη συνδρομή εξωτερικών στοιχείων επιβολής και καταναγκασμού. Και για ποιόν αποτελεί χαρά η εξαναγκασμένη συντρόφευση;
Άλλωστε εκείνος που επιθυμεί να αποχωρήσει, θα αποχωρήσει, είτε είναι εντός γάμου είτε είναι εκτός γάμου είτε είναι εντός ή εκτός συμβίωσης. Δεν εμποδίζεται από κανέναν και από τίποτε. Ακόμη και στο πλαίσιο αυτού τούτου του γάμου και πριν κάν να εκδοθεί το διαζύγιο, ουδείς εμποδίζεται να αποχωρήσει από τη συζυγική στέγη οποιαδήποτε στιγμή, προκαλώντας καθεστώς διάστασης. Αλλά και η διάσταση για μια τετραετία ώς τώρα, που με το νόμο αυτό έγινε διετία, ως λόγος διαζυγίου, δεν αποτελεί ετεροχρονισμένη μονομερή λύση, που επικυρώνεται με δικαστική απόφαση7; Η ευκολότερη αυτή λύση της ελεύθερης ένωσης εναρμονίζεται εξάλλου μ’ αυτήν ακριβώς τη νέα ρύθμιση του άρθρου 14 του νόμου 3719, με την οποία μειώνεται από τα τέσσερα χρόνια στα δύο ο απαιτούμενος χρόνος διάστασης των συζύγων, προκειμένου να τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός του γάμου και να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο.
Μία πολύπλοκη διαδικασία διαζυγίου ή λύσης της συμβίωσης ίσως να καθυστερεί, όμως δεν αποτρέπει το αποτέλεσμα. Απεναντίας δε αποθαρρύνει την απόφαση δέσμευσης η αδυναμία ή η μεγάλη δυσκολία αποδέσμευσης.
Και δεν θα πρέπει να λησμονηθεί πως ο νομοθέτης ρυθμίζει για πρώτη φορά σήμερα, εκ του μηδενός, την ελεύθερη συμβίωση, ενώ, προκειμένου για το γάμο, τροποποιεί ρυθμίσεις που ξεκίνησαν πολύ παλαιότερα, περιελήφθησαν στον Αστικό Κώδικα του 1945, για να αλλάξουν το 1983 και πάλι τώρα. Αν νομοθετούσε για πρώτη φορά σήμερα και για το γάμο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έθετε τις προϋποθέσεις διαζυγίου που θέσπισε και στο παρελθόν. Και θα μπορούσε αυτή η ευκαιρία (του νέου νόμου για τις ελεύθερες ενώσεις) να αποτελέσει και μια αφορμή, για να προβληματισθούμε προς την αντίστροφη κατεύθυνση: αντί να αναζητούμε, σε τί μπορεί να υπολείπεται η ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης σε σχέση με αυτή του γάμου, να εξετάζαμε, μήπως θα έπρεπε και η ρύθμιση του γάμου και του διαζυγίου να εκσυγχρονισθεί αντλώντας καινούργια στοιχεία και από το νέο νόμο για τις ελεύθερες ενώσεις. Προτιμότερη, τέλος, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, μία ενιαία ρύθμιση για τη «συμβίωση», χωρίς διάκριση σε έγγαμη και μη.
III. Ο άλλος τρόπος λύσης του συμφώνου, στον οποίο αξίζει να επικεντρωθούμε, είναι η αυτοδίκαιη λύση του, σε περίπτωση που συναφθεί γάμος είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου (άρθρο 4 παρ. 1 περ. γ’ Ν 3719/2008).
Με τη διάταξη αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται (γιατί προκύπτει κι από άλλες) η κοινωνικοπολιτική ιεράρχηση που ισχύει μεταξύ γάμου και συμφώνου συμβίωσης: η θεσμική υπεροχή και εύνοια του γάμου8. Έτσι, ενώ κατά το άρθρο 2 παρ. 2α’ του συμφώνου συμβίωσης δεν επιτρέπεται η σύναψή του αν υπάρχει (ήδη) γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά, εντελώς αναντίστοιχα, με το άρθρο 4 του συμφώνου, και παρά την ύπαρξη συμφώνου συμβίωσης, όχι απλώς επιτρέπεται ο γάμος τόσο μεταξύ των συμβληθέντων όσο και μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου, αλλά η ισχύς του γάμου αυτού είναι τόσο υπέρτερη, ώστε να επιφέρει και την αυτοδίκαιη λύση του προγενέστερου απ’ αυτόν συμφώνου.
Ας ανατρέξουμε τώρα και στο δίκαιο του γάμου κι ας θυμηθούμε το κώλυμα προϋφιστάμενου γάμου του άρθρου 1354 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει. Ο δε γάμος που γίνεται κατά παράβαση του άρθρου αυτού είναι άκυρος σύμφωνα με το άρθρο 1372 ΑΚ.
Δηλαδή: μεταξύ δύο παράλληλων γάμων υπερισχύει ο προγενέστερος, ενώ ο μεταγενέστερος είναι άκυρος· μεταξύ δύο συμφώνων συμβίωσης είναι επίσης έγκυρο αυτό που προηγείται χρονικά και εκείνο που τυχόν συνήφθη κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 2 του συμφώνου είναι άκυρο (άρθρο 2 παρ. 3 Ν 3719)· όμως, αν υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης και ακολουθήσει γάμος, τότε αυτός υπερισχύει και επιφέρει αυτοδικαίως και τη λύση του συμφώνου.
Πέρα από τις παραπάνω ανισότητες μεταξύ γάμου και συμφώνου συμβίωσης, με το επιτρεπτό του γάμου ενός των συμβληθέντων με τρίτο πρόσωπο και χωρίς την προηγούμενη λύση του συμφώνου, η οποία μάλιστα επέρχεται έτσι και αυτοδίκαια, νομιμοποιούνται ανήθικες συμπεριφορές και βάλλεται η αρχή της μονογαμίας. Η αυτοδίκαιη λύση του συμφώνου θα έπρεπε να ισχύει μόνον σε περίπτωση γάμου μεταξύ των ίδιων των συμβληθέντων. Φαίνεται λοιπόν ορθό, de lege ferenda, να απαλειφθεί το σκέλος της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 γ’ του Ν 3719 που αναφέρεται στο γάμο ενός των συμβληθέντων με τρίτον. Και παράλληλα να προστεθεί στο άρθρο 1354 ΑΚ ως κώλυμα γάμου η ύπαρξη συμφώνου συμβίωσης9.
Τεκμήριο πατρότητας
Ι. Το άρθρο 8 του Συμφώνου Συμβίωσης μεταφέρει στην ουσία τον κανόνα του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο και στην καταγωγή από σύμφωνο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1465 παρ. 1 (Τεκμήριο καταγωγής από γάμο), το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα το σύζυγο της μητέρας.
Και κατά το άρθρο 8 του συμφώνου (Τεκμήριο πατρότητας), το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα, με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο.
Το τεκμήριο καταγωγής από γάμο καθιερώθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η αναστάτωση των οικογενειακών σχέσεων που θα προκαλείτο κάθε φορά, σε κάθε γάμο, αν απαιτείτο η ευθεία απόδειξη του δεσμού του αίματος ανάμεσα σε παιδί και πατέρα ή έστω μία πράξη αναγνώρισης, για κάτι που αποτελεί το συνήθως συμβαίνον, τον κανόνα. Γιατί οι βιολογικές βάσεις του τεκμηρίου είναι: 1) οι σεξουαλικές σχέσεις των συζύγων, εφόσον αυτοί συζούν και 2) ότι αυτές οι σαρκικές σχέσεις των συζύγων συνιστούν causa adaequata (πρόσφορη αιτία) της γέννησης του τέκνου.
Οι ίδιες πραγματικές αυτές βάσεις ισχύουν και στην περίπτωση της συμβίωσης χωρίς γάμο. Έτσι, ήδη προ εικοσαετίας είχαμε επισημάνει την άνιση νομοθετική μεταχείριση των τέκνων εκτός γάμου, των οποίων οι γονείς συζούσαν σε ελεύθερη ένωση1, παρά το σκοπό του νομοθέτη του Ν 1329/1983, να εξομοιώσει τα τέκνα χωρίς γάμο με εκείνα που κατάγονται από γάμο. Η εξήγηση ήταν ότι ο νομοθέτης ρυθμίζει το συνήθως συμβαίνον και αυτό ήταν, και ο εξ αναγνωρίσεως πατέρας του τέκνου, να μη ζει μαζί με τη μητέρα του. Στο μεταξύ ο αριθμός των ελεύθερων συμβιώσεων αυξήθηκε -χωρίς πάντως να είναι και ιδιαίτερα μεγάλος- και ο σύγχρονος νομοθέτης έκρινε2 ότι, και με βάση έστω ένα 5% που ήταν σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2004 τα παιδιά από ελεύθερες ενώσεις, η ελεύθερη συμβίωση έχει κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειες και αξίζει να ρυθμιστεί και να προστατευθεί. Με το σύμφωνο συμβίωσης εξάλλου ο φερόμενος ως πατέρας του τέκνου ζει μαζί με τη μητέρα του και αυτό προκύπτει από αυτή τούτη την -και μάλιστα συμβολαιογραφική- κατάρτιση του συμφώνου.
Βεβαίως δεν μπορεί να αποκλεισθεί η βιολογική προέλευση του τέκνου από τη σχέση της μητέρας του με άλλον άνδρα, διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο αυτή συνήψε το σύμφωνο συμβίωσης. Έτσι, το τεκμήριο πατρότητας είναι μαχητό και στο β’ εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 Ν 3719 προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικής ανατροπής του κατ’ ανάλογο τρόπο με την προσβολή της πατρότητας από γάμο, όπως αυτή ρυθμίζεται στα άρθρα 1467-1472 ΑΚ. Επίσης αναλόγως μπορούν να εφαρμοσθούν το άρθρο 1466 ΑΚ για τη σύγκρουση τεκμηρίων, καθώς και τα άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ για την αναγνώριση ή μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου.
Στην παρ. 2 του άρθρου 8 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι η ακυρότητα ή η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει την πατρότητα των τέκνων, καθ’ όμοιο τρόπο με το άρθρο 1382 ΑΚ, που ήδη από το 1983 προβλέπει ότι τα τέκνα από γάμο που ακυρώθηκε διατηρούν την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο.
Η θέσπιση του τεκμηρίου αυτού της πατρότητας του άρθρου 8 επιτάσσεται από την αρχή της συνταγματικά κατοχυρωμένης ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ) και της επίσης συνταγματικά προστατευόμενης οικογένειας και παιδικής ηλικίας (άρθρο 21 παρ. 1 Σ). Κρατεί δε η γνώμη, ότι οικογένεια είναι και η εκτός γάμου δημιουργημένη3. Και δεν είναι επαρκής, όπως έχει υποστηριχθεί4, η ούτως ή άλλως ισχύουσα δυνατότητα αναγνώρισης των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου. Παρά την καταρχήν εξαγγελία της εξομοίωσής τους προς τα τέκνα από γάμο στην ΑΚ 1484, καταλείπονται διαφορές: ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας, τη ρύθμιση του επωνύμου και τον τρόπο άσκησης των αξιώσεων διατροφής του τέκνου (άρθρο 1516 παρ. 2 ΑΚ). Εξάλλου η αναγνώριση, ως στοιχείο μεταβολής της αστικής κατάστασης του τέκνου, καταχωρίζεται και στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του (άρ. 14 παρ. 1 Ν 344/1976, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 2503/1997). Οι πιο πάνω ουσιαστικές διαφορές παραμερίζονται με την ίδρυση της πατρότητας από σύμφωνο συμβίωσης (άρθρο 8 Ν 3719) και με τα άρθρα 9 και 10 του συμφώνου (άρθρο 9 για το επώνυμο και άρθρο 10 για τη γονική μέριμνα).
II. Το τεκμήριο πατρότητας του άρθρου 8 του συμφώνου αντιστοιχεί στην παρ. 1 του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο (ΑΚ 1465 παρ. 1). Δεν ρυθμίζει όμως την περίπτωση της παρατεταμένης κυοφορίας (βλ. ΑΚ 1465 παρ. 3). De lege ferenda φαίνεται ορθό, να προστεθεί στο άρθρο 8 διάταξη, σύμφωνα με την οποία, αν το τέκνο γεννήθηκε μετά την τριακοσιοστή ημέρα από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητας του συμφώνου, η απόδειξη της πατρότητας του άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο βαρύνει εκείνον που την επικαλείται. De lege lata προτείνεται η αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 1465 παρ. 3.
III. Κρίσιμη φαίνεται εξάλλου η ερμηνεία της «ελεύθερης ένωσης» στο κεφάλαιο του ΑΚ για την ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (άρθρα 1455 επ. ΑΚ), αν στην έννοια αυτή υπάγεται και η ελεύθερη συμβίωση βάσει συμφώνου. Γιατί οι διατάξεις των άρθρων 1455 επ. ΑΚ θεσπίσθηκαν με το Ν 3089/2002 και τότε δεν υπήρχε σύμφωνο συμβίωσης.
Καταρχήν θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι το ζήτημα της θεμελίωσης της πατρότητας είναι πλέον λυμένο με το νέο άρθρο 8 Ν 3719/2008. Η ρύθμιση του άρθρου 8 (τεκμήριο πατρότητας) είναι γενική. Και θα ήταν αδιανόητη η διάσπαση των τέκνων από σύμφωνο συμβίωσης σε δύο κατηγορίες, έτσι ώστε τα μεν τέκνα που γεννώνται με φυσιολογικό τρόπο να καλύπτονται από το τεκμήριο πατρότητας, ενώ για όσα δημιουργούνται με ιατρική υποβοήθηση να απαιτείται αναγνώριση.
Μ’ αυτή την αφετηρία, δεν έχει νόημα και η απαίτηση συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη συναίνεση σε τεχνητή αναπαραγωγή από μέρους των εξώγαμων συμβίων του Ν 3719, αφού αυτό έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της αναγνώρισης του τέκνου5 (βλ. άρθρο 1475 παρ. 2 ΑΚ). Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η διάκριση: ιδιωτικό έγγραφο για τα έγγαμα ζεύγη, συμβολαιογραφικό για τα άγαμα. Έτσι, η ευρεία ερμηνεία του όρου «ελεύθερη ένωση» στην ΑΚ 1456 παρ. 1 εδ. β’, που περιλαμβάνει και τις συμβιώσεις με σύμφωνο ή η τυχόν ανάλογη εφαρμογή της διάταξης και σ’ αυτές θα πρέπει να απορριφθεί. Η ισότητα οδεύει προς τα άνω, όχι προς τα κάτω.
Ορθή φαίνεται η εφαρμογή της ΑΚ 1456 παρ. 1 εδ. α’ και για τα πρόσωπα που συζούν σε ελεύθερη ένωση βάσει συμφώνου, έτσι ώστε για τη συναίνεσή τους σε τεχνητή γονιμοποίηση να αρκεί το απλό ιδιωτικό έγγραφο. (Η συμβολαιογραφική συναίνεση του συντρόφου θα απαιτείται μόνον για την post mortem τεχνητή γονιμοποίηση, όπως ισχύει για όλους, βλ. άρθρο 1457 ΑΚ).
IV. Το τεκμήριο της πατρότητας του άρθρου 8 Ν 3719/2008 θα μπορούσε να συμπληρωθεί με διατάξεις για τη θεμελίωση της πατρότητας σε περίπτωση μεταθανάτιας τεχνητής γονιμοποίησης, ανάλογες με εκείνες του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο (ΑΚ 1465). Έτσι, το τεκμήριο της πατρότητας του άρθρου 8 θα καλύπτει και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, εφόσον υπάρχει η κατά την ΑΚ 1457 δικαστική άδεια (βλ. ΑΚ 1465 παρ. 2), διαφορετικά θα απαιτείται η απόδειξη της πατρότητας του συντρόφου (βλ. ΑΚ 1465 παρ. 3 εδ. β). De lege lata οι πιο πάνω διατάξεις του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο είναι δυνατόν να εφαρμόζονται αναλόγως και για τη θεμελίωση της πατρότητας από σύμφωνο συμβίωσης.
V. Με το τεκμήριο της πατρότητας από σύμφωνο συμβίωσης προστίθεται άλλος ένας γενεσιουργός λόγος της συγγένειας με τον πατέρα και τους συγγενείς του, επιπλέον αυτών του γάμου και της αναγνώρισης. Ορθό λοιπόν θα ήταν de lege ferenda, να τροποποιηθεί και η ΑΚ 1463 εδ. β, περιλαμβάνοντας και αυτόν τον τρόπο θεμελίωσης της πατρότητας. De lege lata η διάταξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί έτσι ώστε να συγκαταλέγεται στους ιδρυτικούς λόγους της νομικής πατρότητας και η καταγωγή από σύμφωνο συμβίωσης, με βάση το σκοπό του νόμου, τόσο του νέου Ν 3719/2008 όσο και του Ν 1329/1983, που είναι η ισότητα μεταξύ τέκνων που κατάγονται από γάμο και τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους -πόσο μάλλον αν οι γονείς τους ζουν μαζί.
Αυτό που προσφέρει η ΑΚ 1463 εδ. β’ επιπλέον του τεκμηρίου καταγωγής από γάμο του άρθρου 1465 ΑΚ και του τεκμηρίου πατρότητας του άρθρου 8 του συμφώνου είναι ότι καθιστά σαφές πως το τέκνο γίνεται έτσι συγγενής όχι μόνο με τον πατέρα, αλλά και με τους συγγενείς του πατέρα -πράγμα που μπορεί να μην αμφισβητείτο ποτέ για την καταγωγή από γάμο, για το οποίο όμως θα πρέπει να εκτοπίζονται και τυχόν αμφιβολίες προκειμένου για την πατρότητα από σύμφωνο συμβίωσης. Το ότι δεν υπήρξε πάντοτε αυτονόητη η ίδρυση πλήρους συγγενικού δεσμού και με τους συγγενείς του πατέρα με μόνη τη θεμελίωση της πατρότητας προκύπτει και από το ότι υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (πριν από τη μεταρρύθμιση του Ν 1329/1983) με την αναγνώριση δημιουργείτο περιορισμένη συγγενική σχέση μόνο μεταξύ πατέρα και τέκνου, η οποία δεν εκτεινόταν σε άλλους περαιτέρω συγγενείς6. Χρήσιμη εξάλλου εδώ φαίνεται και η παράθεση του παραδείγματος της υιοθεσίας ενηλίκου υπό το ισχύον δίκαιο (του άρθρου 1579 ΑΚ), που έχει ως αποτέλεσμα, το θετό τέκνο και οι κατιόντες του που γεννήθηκαν μετά την υιοθεσία να έχουν μεν θέση κοινού τέκνου και κοινών κατιόντων και των δύο συζύγων (ΑΚ 1584), αλλά να μην παράγεται καμία σχέση συγγένειας μεταξύ του θετού τέκνου και των συγγενών εκείνου που υιοθέτησε και αντίστροφα (ΑΚ 1585). (Αυτό σε αντιδιαστολή με το άρθρο 1561 ΑΚ, κατά το οποίο το ανήλικο θετό τέκνο εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα και έχει τόσο έναντι του θετού γονέα όσο και έναντι των συγγενών του όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο).
VI. Η ρύθμιση του Ν 3719/2008 δεν καλύπτει τις ελεύθερες συμβιώσεις που δεν υποβάλλονται στο σχετικό σύμφωνο. Δεδομένου ότι υπάρχει μία τυπολογία των ελεύθερων ενώσεων7: μπορεί να υπάρχει νομική αδυναμία σύναψης γάμου και συμφώνου συμβίωσης (π.χ. δεν έχει ακόμη λυθεί αμετάκλητα προηγούμενος γάμος, βλ. ΑΚ 1354 ή και σύμφωνο συμβίωσης, βλ. άρθρο 2 παρ. 2 Ν 3719)· η σύναψη γάμου ή και συμφώνου να εμποδίζεται λόγω κοινωνικής πίεσης ή για οικονομικούς λόγους· ή ο ένας από τους συντρόφους να αρνείται να συνάψει σύμφωνο8, θα ήταν άδικο να μείνουν απροστάτευτες αυτές οι καταστάσεις. Ακόμη και αν αμφότερα τα μέρη της ένωσης δεν θέλουν να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του συμφώνου, δεν θα πρέπει να χρεωθεί το τέκνο τους με δυσμενέστερο καθεστώς. Θα πρέπει να σταθμιστεί ως υπέρτερο το συμφέρον του τέκνου και να προτιμηθεί η πλεονεκτικότερη γι’ αυτό προσωπική κατάσταση. Προτείνουμε λοιπόν την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του συμφώνου και στις ελεύθερες ενώσεις που δεν έχουν υποβληθεί σ’ αυτό, τουλάχιστον ως προς τη θεμελίωση της συγγένειας του τέκνου και ως προς τις σχέσεις του με τους γονείς.
Υποσημειώσεις
1. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο Προσχέδιο της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, ΧρΙΔ Η/2008, 284-285.
2. Βλ. ό.π.
3. Πρβλ. Παντελίδου, Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης», ΕφΑΔ 4,2008,388· πρβλ. Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας - Το «Σύμφωνο κοινωνικής αλληλεγγύης» στη Γαλλία, ΔτΑ Νο 20/2003,1159, όπου συγκρίνει τη διαδικασία λύσης του Pacs με εκείνη του διαζυγίου.
4. Παντελίδου, ΕφΑΔ 4/2008, 386, 388, 390.
5. Βλ. Λιαρομμάτη, Χρειάζεται ο γάμος; (Δοκίμιο γύρω από την κρίση στο σύγχρονο γάμο), Αθήνα, 1991, σελ. 24 με παραπομπές.
6. Βλ. και Παπαχρίστου, Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης: αντίπαλο δέος του γάμου ή εναλλακτική μορφή συμβίωσης; ΕφΑΔ 4/2008,393 επ. και ιδίως 394.
7. Παπαχρίστου, ό.π.
8. Πρβλ. και Καμτσίδου, ό.π., 1161, για τη δυνατότητα του γάμου να επιφέρει τον αυτόματο παραμερισμό των προγενέστερων δεσμεύσεων από το γαλλικό Pacs. Για την εύνοια του γάμου σε σχέση με την ελεύθερη ένωση γενικότερα, βλ. Σταθόπουλο/Σταμπέλου, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1350-1371, αρ. 19· Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ - θεώρηση υπό το πρίσμα της βιολογικής αλήθειας και της ισότητας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, σελ. 44 επ.
9. Η προσθήκη αυτή στο άρθρο 1354 ΑΚ ορθά προτάθηκε από τον Π. Νικολόπουλο με παρατήρησή του στο πλαίσιο της ημερίδας της 19.12.2008 με θέμα «Οι μεταρρυθμίσεις στο Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο μετά το Ν 3719/2008».
10. Σταμπέλου, Τα τεκμήρια της πατρότητας από γάμο κατά τον ΑΚ, σελ. 44 επ.
12. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου (Ν 3719/2008) «Μεταρρυθμί-σεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις».
13. Βλ. Σταθόπουλο/Σταμπέλου, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, Εισα-γωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 1350-1371, αρ. 13, με παραπομπές στις σημ. 31-33.
14. Από την Παντελίδου, Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου «Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης», ΕφΑΔ 4/2007,387.
15. Βλ. Αγαλλοπούλου-Κουτσουράδη, Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, Ν 3089/2002, Προπαρασκευαστικές εργασίες-Συζήτηση στη Βουλή, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 422· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 1455-1456, αρ. 68· Καράση, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1475-1476, αρ. 30.
16. Βλ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, Οικογενειακόν Δίκαιον2, εκδ. Αφοι Π. Σάκ-κουλα, Αθήναι, 1972, σ. 285-286· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 1484, αρ. 2.
17. Carbonnier, Droit Civil 220, 1999, σ. 678-679· Αγαλλοπούλου, Οι έννομες συνέπειες της ελεύθερης συμβίωσης, ΝοΒ 37/1989, 109 επ.· η ίδια, Ελεύθερες Συμβιώσεις, σε “Γενέθλιον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη”, τ. Ι, 2006, σ. 4-5· Stambelou, Le Concubinage en Droit Civil Grec, σε Les Concubinages en Europe, ed. CNRS, Paris 1989, σ. 188 επ.
18. Βλ. και Φίλιο, Οικογενειακό Δίκαιο3, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2009, σ. 68· Stambelou, ό.π.